Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

Αν γράφει πολλές εκθέσεις και κάνει πολλά φύλλα εργασίας.. θα πάει καλά στα μαθήματά του;

    Του Καπετσώνη Κώστα,  Διευθυντή του σχολείου


             Mια θεωρητική προσέγγιση, που επηρέασε σημαντικά το χώρο της Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης, είναι αυτή του διάσημου Άγγλου καθηγητή Basil Bernstein.  
        Για τον Bernstein η γλώσσα, η γνώση χειρισμού της και η ευχέρεια εκμάθησης των κανόνων της, είναι ένας από τους σημαντικότερους, αν όχι ο σημαντικότερος παράγοντας της σχολικής επιτυχίας ή αποτυχίας. Σε διαφορετικές οικογένειες μιλούν διαφορετική γλώσσα, όχι τόσο ως προς το λεξιλόγιο, αλλά κυρίως ως προς τη δομή της και τις δυνατότητες που δίνει στο παιδί να εκφραστεί. Χρησιμοποιούν, χωρίς οι ίδιες να το γνωρίζουν, δύο διαφορετικούς γλωσσικούς κώδικες, τον περιορισμένο και τον επεξεργασμένο κώδικα. Το θεωρητικό υπόβαθρο των απόψεων του Bernstein ότι δηλ. υφίσταται ο περιορισμένος και επεξεργασμένος γλωσσικός κώδικας επαληθεύτηκε κι από πλήθος ερευνών όπως του Lawton, του  Hawkins, του Hess και Shipman κ.α.
          Μπορεί κανείς να τους ορίσει στο γλωσσικό επίπεδο, με κριτήριο το ύψος των πιθανοτήτων πρόβλεψης των συντακτικών στοιχείων που στην κάθε περίπτωση θα χρησιμοποιηθούν για την οργάνωση του λόγου ως νοήματος. Στην περίπτωση του επεξεργασμένου κώδικα, ο ομιλητής διαθέτει ένα ευρύ πεδίο επιλογής σύνταξης και ο τρόπος οργάνωσης των στοιχείων, δεν μπορεί να προβλεφθεί με μεγάλο βαθμό βεβαιότητας. Στην περίπτωση του περιορισμένου κώδικα, ο αριθμός επιλογών σύνταξης είναι συχνά πολύ περιορισμένος και μπορεί κανείς να τις προβλέψει με μικρές πιθανότητες να κάνει λάθος. Οι κώδικες αυτοί διευκολύνουν ή εμποδίζουν τη συμβολική έκφραση των προθέσεων του ατόμου με την λεκτική επικοινωνία.
        Η έκφραση των κοινωνικών σχέσεων καθώς και οι κοινωνικοί όροι που δημιουργούνται στα πλαίσια κάποιων οικογενειών πραγματώνεται με ένα περιορισμένο κώδικα, ο οποίος έχει απλή και προβλέψιμη σύνταξη, περιορισμένη και προσδιορισμένη, όπως είναι και οι σχέσεις που διαμορφώνονται στα πλαίσια τους. Οι σχέσεις αυτές παραμερίζουν την ατομικότητα, βασίζονται στην αυταρχικότητα και μειώνουν τα περιθώρια του ατόμου για πρωτοβουλία και σκέψη. Αντίθετα σε άλλες οικογένειες που χρησιμοποιείται επεξεργασμένος γλωσσικός κώδικας, με περίπλοκη κι απρόβλεπτη συντακτική δομή, το άτομο δραστηριοποιείται, καθώς κάθε φορά καλείται να αντιμετωπίσει διαφορετικές συντακτικές δομές.
             Οι δυο γλώσσες καθορίζουν και δυο διαφορετικούς γνωστικούς προσανατολισμούς, εκφράζουν δυο διαφορετικούς τρόπους επικοινωνίας και διαφορετική χρήση του λόγου στις επικοινωνιακές σχέσεις. Η αμφισβήτηση της εξουσίας από ένα παιδί στα πλαίσια μιας «οικογένειας θέσεων» παίρνει την απάντηση «επειδή έτσι σου λέω»(περιορισμένος κώδικας) μια απάντηση που δεν ενθαρρύνει την προφορική διερεύνηση των ατομικών κινήτρων και προθέσεων. Αντίθετα η οικογένεια με προσανατολισμό στο άτομο, τοποθετείται προς τα κίνητρα και τις απόψεις άλλων, ενώ οι κανόνες και η συμπεριφορά υπόκεινται σε συζήτηση. Άρα σύμφωνα με το Bernstein, το παιδί κάποιων οικογενειών υφίσταται από την πρώτη νηπιακή ηλικία έμμεση και άμεση πίεση να μετατρέπει τα συναισθήματα και τις επιθυμίες του σε λόγο. Ο έλεγχος δεν αναπτύσσεται με την τοποθέτηση του παιδιού μέσα σε σαφώς καθορισμένες καταστάσεις, στις οποίες οι κανόνες και τα σύνορα έχουν διατυπωθεί ρητά. Αντίθετα ο έλεγχος επιτυγχάνεται με την ανάπτυξη όσο το δυνατόν μεγαλύτερης ποικιλίας προς το παιδί.
                Όταν λοιπόν οι κανόνες είναι ρητοί, τότε οι σχέσεις εξουσίας είναι πολύ σαφείς. Πρόκειται για μια σχέση ρητής υποταγής και επιβολής. Αν είναι άρρητοι, τότε η εξουσία καλύπτεται προς χάρη του δέκτη. Μια ρητή σχέση μεταξύ γονέα- δασκάλου και μαθητή περιλαμβάνει ερωτήσεις του τύπου : « πολύ ωραίος άνδρας, αλλά έχει μόνο τρία δάχτυλα»,ή «πολύ καλό το σπίτι αλλά πού είναι η καμινάδα;». Το αντίθετο μια άρρητη σχέση περιλαμβάνει ερωτήσεις του τύπου : « Μίλησέ μου για αυτήν» ή «αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον».
               Τα κρατικά προγράμματα σπουδών προωθούν και απαιτούν πολλές φορές επεξεργασμένους κώδικες. Το παιδί λοιπόν που έχει μεγαλώσει σε οικογενειακό περιβάλλον που χρησιμοποιεί επεξεργασμένο κώδικα μαθαίνει την επίσημη γλώσσα που απαιτεί το πρόγραμμα σπουδών από την οικογένειά του. Το γλωσσικό περιβάλλον του σχολείου είναι γνωστό, όταν για πρώτη φορά φοιτά σ’ αυτό. Αντίθετα το παιδί των οικογενειών με περιορισμένο γλωσσικό κώδικα γνωρίζει μόνο την κοινή γλώσσα που χρησιμοποιείται στην επαφή μεταξύ ίσων και ομοίων στις εκφάνσεις της καθημερινότητας. Με την είσοδό του όμως στο σχολείο βρίσκεται σ’ ένα περιβάλλον ξένο και ανοίκειο. Τα παιδιά αυτά, που αντιλαμβάνονται και εκφράζουν τον εαυτό τους και τον κόσμο μέσα από τον περιορισμένο κώδικα, όταν μπουν στο σχολείο, είναι πολύ πιθανό λοιπόν να δυσκολευτούν.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Basil Bernstein «A Socio-Linguistic, Approach to Socialization:With some Reference to Educobility» σε Class,Codes and Control,τομ.1 σελ. 151 από Olive Banks «Κοινωνιολογία της εκπαίδευσης» Παρατηρητής, 1987   
Basil  Bernstein «Παιδαγωγικοί κανόνες και κοινωνικός έλεγχος» Δευτ. έκδ. Αλεξάνδρεια
Α. Φραγκουδάκη «Κοινωνιολογία της εκπαίδευσης» Παπαζήση, 1985 
Θ. Μυλωνάς «Κοινωνική Αναπαραγωγή στο σχολείο» Αρμός,
David Blackledge & Barry Hunt «Κοινωνιολογία της εκπαίδευσης» Έκφραση,

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου